- κόπρανον
κόπρανον, τό, Stuhlgang, Koth, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόπρανον, τό, Stuhlgang, Koth, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έδρανο — το (AM ἕδρανον) κάθισμα με πολλές θέσεις νεοελλ. 1. τα έδρανα στοιχεία τών μηχανών για τη στήριξη τών ατράκτων ή τών αξόνων τους 2. φρ. «έδρανον ώσεως ή αυλακωτό» το έδρανο τών πλοίων αμέσως μετά τη στροφαλοφόρο άτρακτο αρχ. μσν. στήριγμα.… … Dictionary of Greek