- κωμῳδιακός
κωμῳδιακός, = κωμῳδικός, Schol. Ar. Ach. 380.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμῳδιακός, = κωμῳδικός, Schol. Ar. Ach. 380.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμωδιακός — κωμῳδιακός, ή, όν (Α) βλ. κωμωδικός … Dictionary of Greek
κωμῳδιακήν — κωμῳδιακός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδικός — κωμῳδικός και κωμῳδιακός, ή, όν (Α) [κωμωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κωμωδία, κωμικός («ἔπη... κωμῳδικά», Αριστοφ.). επίρρ... κωμῳδικῶς (Α) με κωμικό τρόπο … Dictionary of Greek