κωμ-ῳδός

κωμ-ῳδός

κωμ-ῳδός, (vgl. über die Ableitung κωμῳδία), der Freudenlieder singt, bes. an den Festen des Dionysus komische Lieder vorträgt, was anfänglich der Dichter selbst that; daher = der Comödiendichter, Plat. Rep. III, 395 a Legg. XI, 935 a; bes. Aristophanes, Phryn. in B. A. 45, 32; also = κωμῳδοδιδάσκαλος u. κωμῳδοποιός; – gew. der Schauspieler der Comödie, vgl. Ammon.; Aesch. 1, 157; κωμῳδοῖς χορηγῶν Arist. eth. 4, 2; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελωδός — ο, η (ΑM μελῳδός, όν) ως ουσ. 1. αοιδός, τραγουδιστής 2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του 2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός …   Dictionary of Greek

  • φαλλωδός — ὁ, Α αυτός που τραγουδά τα φαλλικά άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + ῳδός (< ᾠδός, συνηρημένος τ. τού ἀοιδός), πρβλ. κωμ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • χορωδώ — έω, Α 1. τραγουδώ μετέχοντας σε χορό θεάτρου 2. τραγουδώ χορεύοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ῳδῶ (< ῳδός < ᾠδή), πρβλ. κωμ ῳδῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”