- κωμῆτις
κωμῆτις, ιδος, ἡ, fem. zu κωμήτης, Dorfbewohnerinn, Poll. 9, 11 u. Sp. – Rachbärinn, Ar. Lys. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμῆτις, ιδος, ἡ, fem. zu κωμήτης, Dorfbewohnerinn, Poll. 9, 11 u. Sp. – Rachbärinn, Ar. Lys. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμήτις — κωμῆτις, ήτιδος, ἡ (Α) βλ. κωμήτης … Dictionary of Greek
κωμῆτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτιδας — κωμῆτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτισι — κωμῆτις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτης — κωμήτης, ὁ θηλ. κωμῆτις, ιδος, δωρ. τ. αρσ. κωμέτας (Α) [κώμη] 1. κάτοικος κώμης («τῶν ἄλλων γεωργῶν τε και κωμητῶν», Πλάτ.) 2. γείτονας («ἡ γ ἐμὴ κωμῆτις», Αριστοφ.) 3. (γενικά) κάτοικος («ξένοι, Φεραίας τῆσδε κωμῆται χθονός», Ευρ.) … Dictionary of Greek