κωμήτης — κωμήτης, ὁ θηλ. κωμῆτις, ιδος, δωρ. τ. αρσ. κωμέτας (Α) [κώμη] 1. κάτοικος κώμης («τῶν ἄλλων γεωργῶν τε και κωμητῶν», Πλάτ.) 2. γείτονας («ἡ γ ἐμὴ κωμῆτις», Αριστοφ.) 3. (γενικά) κάτοικος («ξένοι, Φεραίας τῆσδε κωμῆται χθονός», Ευρ.) … Dictionary of Greek
κωμήτης — villager masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητῶν — κωμήτης villager masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήταις — κωμήτης villager masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτου — κωμήτης villager masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτῃσιν — κωμήτης villager masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτας — κωμήτᾱς , κωμήτης villager masc acc pl κωμήτᾱς , κωμήτης villager masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кметь — витязь, знатный человек, вольный сельский житель, воин, дружинник , стар., др. русск. къметь витязь (СПИ, Ипатьевск. летоп. и др.), укр. кмiть вольный, зажиточный крестьянин , болг. кмет (сельский) староста , сербохорв. кме̏т: сербск. всеми… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κωμέτας — κωμέτας, α, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κωμήτης … Dictionary of Greek
κωμήτις — κωμῆτις, ήτιδος, ἡ (Α) βλ. κωμήτης … Dictionary of Greek
κωμήτωρ — κωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) [κώμη] κωμήτης* … Dictionary of Greek