κωλῡσί-δειπνος

κωλῡσί-δειπνος

κωλῡσί-δειπνος, das Gastmahl aufhaltend, hindernd, Plut. Symp. 8, 6, 1, vgl. Ath. II, 63 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαυσίδειπνος — κλαυσίδειπνος, ον (Α) αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό δειπνος, κωλυσί δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”