- κωλῡσι-εργός
κωλῡσι-εργός, die Arbeit hindernd, störend, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλῡσι-εργός, die Arbeit hindernd, störend, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθάργος — και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ) 1. μισθωτός υπηρέτης 2. υβριστ. μισθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μισθεργός < μισθός + εργός (< ἔργον), απ εργός πρβλ. κωλυσι εργός. Οι τ. μισθαργός, μισθάργος, μισταργός είναι ιδιωματικοί και πιθ.… … Dictionary of Greek