- κωθώνιον
κωθώνιον, τό, dim. zu κώϑων, Inscr. 1470 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωθώνιον, τό, dim. zu κώϑων, Inscr. 1470 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωθώνιον — κωθώνιον, τὸ (ΑM) [κώθων] μικρός κώθωνας … Dictionary of Greek
κωθώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνίου — κωθώνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθώνι — το 1. άτολμος και άκομψος νεοσύλλεκτος στρατιώτης 2. (κατ επέκτ.) ανόητος, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωθώνιον] … Dictionary of Greek