κωλία

κωλία

κωλία, ἡ, = κωλῆ, von Hesych. ἰγνύα, κνήμη erkl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωλιά — η [κώλος] 1. χτύπημα τής παλάμης στους γλουτούς 2. χτύπημα ή ώθηση με τα οπίσθια («έδωσε μια κωλιά κι έκλεισε την πόρτα») …   Dictionary of Greek

  • κωλή — κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) [κώλον] 1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέρι («οἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.) 2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία 3. το ανδρικό μόριο 4. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”