- ζωο-δοτήρ
ζωο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, Sp., u. ζωοδότης, ὁ, der Leben schenkende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, Sp., u. ζωοδότης, ὁ, der Leben schenkende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυνοδοτήρ — ξυνοδοτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που μοιράζει από κοινού σε όλους με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δοτήρ, πλουτο δοτήρ] … Dictionary of Greek