- ζωο-δόχος
ζωο-δόχος, das Leben aufnehmend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωο-δόχος, das Leben aufnehmend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδόχος — και θειοδόχος, ον (AM) αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
πνευματοδόχος — ον, ΜΑ 1. αυτός που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα 2. αυτός που έχει δεχθεί και κατά συνέπεια έχει μέσα του πνεύμα, πνοή, αέρα («τὸ πνεῡμα ἀπὸ τῶν πνευματοδόχων ἀγγείων ἀνωθούμενον», Αν. Οξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ … Dictionary of Greek
σταυροδόχος — ον, Μ 1. αυτός που δέχεται, που αποδέχεται τον σταυρό 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταυροδόχος οπή, κοίλωμα, στο οποίο στερεώνεται ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο δόχος] … Dictionary of Greek