- κωλύφιον
κωλύφιον, τό, = κωλήφιον, nach Phryn. p. 77 schlechter Ausdruck für κωλήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλύφιον, τό, = κωλήφιον, nach Phryn. p. 77 schlechter Ausdruck für κωλήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλύφιον — κωλύφιον, τὸ (Α) μικρό σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. δενδρ ύφιον, ζω ύφιον)] … Dictionary of Greek
κωλύφιον — colyphium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek