- κωθωνιστήριον
κωθωνιστήριον, τό, Lustort zum Zechen, D. Sic. 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωθωνιστήριον, τό, Lustort zum Zechen, D. Sic. 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωθωνιστήριον — κωθωνιστήριον, τὸ (Α) [κωθωνίζω] τόπος όπου οι συμποσιαζόμενοι έπιναν ώσπου να μεθύσουν … Dictionary of Greek
κωθωνιστήρια — κωθωνιστήριον banqueting house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)