- ζωο-πώλης
ζωο-πώλης, ὁ, der Opferthiere verkauft, Hesych.; ζωοπώλιον, τό, der Ort dazu, od. ζωόπωλις, id.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωο-πώλης, ὁ, der Opferthiere verkauft, Hesych.; ζωοπώλιον, τό, der Ort dazu, od. ζωόπωλις, id.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek