- ζωναῖος
ζωναῖος, in einer Zone, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωναῖος, in einer Zone, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωναίος — ζωναῑος, α, ον (Μ) [ζώνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια ζώνη ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές τού ουρανού, όπως τόν διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek