- ζωΰλλιον
ζωΰλλιον, τό, dim. zu ζῷον, Thierchen, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωΰλλιον, τό, dim. zu ζῷον, Thierchen, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωύλλιον — ζῳΰλλιον, τὸ (Μ) [ζώον] βλ. ζωύφιον … Dictionary of Greek
ζῳύλλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek
ζούζουλο — το 1. μικρό ζώο, ζωύφιο, ζούδι 2. δαιμόνιο, στοιχειό, φάντασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zuzel «κάνθαρος» ή < μσν. ζωΰλλιον «ζωύφιο». Υπάρχει και η άποψη ότι πρόκειται περί μεταπλασμένης μορφής τού τ. ζουζούνι (ζουζούνι > ζού ζουνο >… … Dictionary of Greek