- κωνο-ειδής
κωνο-ειδής, ές, kegelförmig; Plut. de plac. phil. 2, 14; D. L. 7, 144; D. Cass. 60, 26 u. a. Sp. – Adv., Plut. de plac. phil. 4, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνο-ειδής, ές, kegelförmig; Plut. de plac. phil. 2, 14; D. L. 7, 144; D. Cass. 60, 26 u. a. Sp. – Adv., Plut. de plac. phil. 4, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στροβιλοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης αρχ. αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός. επίρρ... στροβιλοειδῶς Α με κωνικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + ειδής*] … Dictionary of Greek