κωμο-πλήξ

κωμο-πλήξ

κωμο-πλήξ, ῆγος, ὁ, trunken von einem Gelage, neben μεϑυπλήξ Arcad. p. 19, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυματοπλήξ — κυματοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ κυματοπλήξ χειμερία κλονεῑται», Σοφ.) 2. αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”