- προ-αν-αρπάζω
προ-αν-αρπάζω, vorher rauben, wegnehmen; Dem. 21, 125; Plut. Pomp. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αν-αρπάζω, vorher rauben, wegnehmen; Dem. 21, 125; Plut. Pomp. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαναρπάζω — ΜΑ αρπάζω ή συλλαμβάνω κάτι προηγουμένως («παῑδας προαναρπασθῆναι», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναρπάζω «αρπάζω, απάγω»] … Dictionary of Greek
προδιαρπάζω — Α διαρπάζω, λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρπάζω «αρπάζω διά της βίας, λαφυραγωγώ, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek