κωδύα

κωδύα

κωδύα, ἡ, = κώδεια, Mohnkopf; auch von anderen Pflanzen, Theophr.; auch κώδυον, vgl. Lob. zu Phryn. p. 302.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωδύα — κωδύᾱ , κωδύα head fem nom/voc/acc dual κωδύᾱ , κωδύα head fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύᾳ — κωδύᾱͅ , κωδύα head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύα — κωδύα, ἡ (Α) η κάψα ορισμένων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κώδεια] …   Dictionary of Greek

  • κώδυα — κώδυον head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύας — κωδύᾱς , κωδύα head fem acc pl κωδύᾱς , κωδύα head fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύαι — κωδύᾱͅ , κωδύα head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύαν — κωδύᾱν , κωδύα head fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδυῶν — κωδύα head fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδύαις — κωδύα head fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”