ζω-γραφία

ζω-γραφία

ζω-γραφία, , die Malerei, Malerkunst, Xen. Mem. 1, 4, 3; Gemälde, Plat. Phaedr. 275 d u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γραφία — γραφίᾱ , γραφία fem nom/voc/acc dual γραφίᾱ , γραφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκογραφία — η η τσιγκογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφία (< γράφος* < γράφω), πρβλ. θαλασσο γραφία, ορθο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • θαυματογραφία — θαυματογραφία, ή (Μ) καταγραφή θαυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, τος + γραφία (πρβλ. αγιο γραφία, θεματο γραφία)] …   Dictionary of Greek

  • καλαμογραφία — και καλαμογραφίη, ἡ (Α) το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γραφία (< γράφος*), πρβλ. βιβλιο γραφία, νομο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιογραφία — η κλάδος τής ζωολογίας που ασχολείται με τα κοράλλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + γραφία (< γραφώ < γράφος < γράφω), πρβλ. δημοσιο γραφία, υδατο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • Digraphia — In sociolinguistics, digraphia refers to the use of more than one writing system for the same language.[1] Some scholars differentiate between synchronic digraphia with the coexistence of two or more writing systems for the same language and… …   Wikipedia

  • ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • ολιγογραφία — ὀλιγογραφία, ἡ (Μ) μικρή συγγραφική δραστηριότητα, το να γράφει κανείς λίγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γραφία (< γράφος < γράφω), πρβλ. πολυ γραφία] …   Dictionary of Greek

  • παλιγγραφία — παλιγγραφία, ἡ (Α) αναθεώρηση δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γραφιά (< γράφος < γράφω), πρβλ. δικο γραφία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”