προ-αιώνιος

προ-αιώνιος

προ-αιώνιος, vor der Zeit, ewig, Greg. Naz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προαιώνιος — α, ο / προαιώνιος, ία, ον, ΝΜΑ 1. (κυρίως για τον θεό) αυτός που υπάρχει πριν από τους αιώνες 2. μτφ. αυτός που υπήρχε ανέκαθεν πανάρχαιος, παμπάλαιος («προαιώνιος εχθρός»). επίρρ... προαιωνίως ΝΜΑ και προαιώνια Ν πριν από τους αιώνες, πολύ… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”