- κωνωπεών
κωνωπεών, ῶνος, ὁ, dasselbe, in der Ueberschrift des ep. Paul. Sil. (IX, 764).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνωπεών, ῶνος, ὁ, dasselbe, in der Ueberschrift des ep. Paul. Sil. (IX, 764).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνωπεών — κωνωπεών, ῶνος, ὁ (Α) [κώνωψ] κρεβάτι που έχει κουνουπιέρα … Dictionary of Greek
κωνώπιον — κωνώπιον, τὸ (ΑM) κουνουπάκι μσν. κουνουπιέρα αρχ. κωνωπεών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ, ωπος + υποκορ. κατάλ. ιον ο τ. κουνούπι με κώφωση τού ω σε ου (πρβλ. κώδων κουδούνι)] … Dictionary of Greek
κώνωψ — ο (AM κώνωψ, ωπος) 1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.) 2. ως κύριο όν. Κώνωψ μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο 3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» λέγεται γι αυτούς που… … Dictionary of Greek