- κωτάρχης
κωτάρχης, ὁ, eine Priesterwürde in Branchidä, Inscr. II p. 562 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωτάρχης, ὁ, eine Priesterwürde in Branchidä, Inscr. II p. 562 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωτάρχης — και κώταρχος, ὁ θηλ. κώταρχις, ιδος (Α) ιερατικό αξίωμα τής λατρείας τών Καβείρων στους Διδύμους τής Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κοίον*] … Dictionary of Greek