- κωράλιον
κωράλιον, τό, od. κωράλλιον, = κοράλλιον, Koralle, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωράλιον, τό, od. κωράλλιον, = κοράλλιον, Koralle, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek