- κωραλίσκος
κωραλίσκος, ὁ, nach Hdn. π. μον. λ. 20, 30 u. Phot. bei den Kretern = μειράκιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωραλίσκος, ὁ, nach Hdn. π. μον. λ. 20, 30 u. Phot. bei den Kretern = μειράκιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωραλίσκος — κωραλίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κώρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶρος + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. αλίσκος, κατά τα αστραγαλ ίσκος, πασσαλ ίσκος] … Dictionary of Greek
κωραλίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωραλίσκον — κωραλίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωραλίσκῳ — κωραλίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)