- κωπ-ηλασία
κωπ-ηλασία, ἡ, das Rudern, Schol. Ar. Ran. 271 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωπ-ηλασία, ἡ, das Rudern, Schol. Ar. Ran. 271 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμηληλασία — η (Α καμηληλασία) η οδήγηση καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλασία, κωπ ηλασία] … Dictionary of Greek
κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] … Dictionary of Greek
κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek