- προ-ακονάω
προ-ακονάω, vorschärfen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ακονάω, vorschärfen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προηκονημένα — πρό ἀκονάω sharpen perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic ionic) προηκονημένᾱ , πρό ἀκονάω sharpen perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic ionic) προηκονημένᾱ , πρό ἀκονάω sharpen perf part mp fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)