κυμῑνο-πρίστης

κυμῑνο-πρίστης

κυμῑνο-πρίστης, , Kümmelspalter, d. i. ein schmutziger Geizhals, der nicht einmal die Kümmelkörner tanz auf den Tisch kommen läßt, Filz, Knicker; Arist. Eth. 4, 1 sagt ὠνόμασται ἀπὸ τῆς ὑπερβολῆς τοῦ μηδενὶ ἂν δοῠναι, vgl. Posidipp. bei Ath. IX, 877 a u. Schol. Theocr. 10, 55. – Adj., κυμινοτρίστης ὁ τρόπος ἐστὶ σοῦ πάλαι Alexis bei Ath. VIII, 365 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθοπρίστης — λιθοπρίστης, ὁ (Α) αυτός που πριονίζει λίθους και ιδίως μάρμαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] …   Dictionary of Greek

  • συκοπρίστης — ὁ, Α 1. αυτός που κόβει τα σύκα σε κομμάτια και μετά τά παραθέτει για δείπνο 2. (κατ επέκτ.) φιλάργυρος σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ τσιγκούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] …   Dictionary of Greek

  • κυμινοπρίστης — κυμινοπρίστης, ὁ (Α) 1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο 2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος — κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, ον (Α) (κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”