- κυνᾱγέτις
κυνᾱγέτις,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνᾱγέτις,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυναγέτις — κυναγέτις, ιδος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυνηνέτης … Dictionary of Greek
κυνηγέτης — κυνηγέτης, ὁ, θηλ. κυνηγέτις, ιδος και κυνηγέτρια, ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και κυναγέτις, ἡ (Α) 1. αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για κυνήγι, θηρευτής, κυνηγός (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη κύνας», Ευρ. β. «ἡμᾱς δεῑ ὥσπερ κυνηγέτας θάμνον κύκλον… … Dictionary of Greek