κυάμινος

κυάμινος

κυάμινος, von Bohnen, ἔτνος, Bohnenbrei, Ath. IX, 408 b u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυάμινος — κυάμινος, ίνη, ον (AM) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή προέρχεται από κυάμους («κυάμινον ἄλευρον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ινος, (πρβλ. καλάμ ινος, σησάμ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κυαμίνων — κυάμινος of beans fem gen pl κυάμινος of beans masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυάμινον — κυάμινος of beans masc acc sg κυάμινος of beans neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαμίνη — κυάμινος of beans fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαμίνοις — κυάμινος of beans masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαμίνου — κυάμινος of beans masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαμίνῳ — κυάμινος of beans masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυάμινα — κυάμινος of beans neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”