- προ-μεθύω
προ-μεθύω (s. μεϑύω), vorher trunken sein, οἱ ἄσιτοι προμεϑυσϑέντες, Plut. Symp. 8, 9 g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-μεθύω (s. μεϑύω), vorher trunken sein, οἱ ἄσιτοι προμεϑυσϑέντες, Plut. Symp. 8, 9 g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.