- κυάμιστος
κυάμιστος, = κυαμευτός, ἄρχων, Plut. gen. Socr. 31, wo der Accent falsch scheint.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυάμιστος, = κυαμευτός, ἄρχων, Plut. gen. Socr. 31, wo der Accent falsch scheint.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυαμιστός — κυαμιστός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) κυαμευτός* … Dictionary of Greek