- κυλίκιον
κυλίκιον, τό, dim. von κύλιξ, kleiner Becher; Lycophr. bei Ath. X, 420 h Philet. bei Ath. XI, 498 a; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίκιον, τό, dim. von κύλιξ, kleiner Becher; Lycophr. bei Ath. X, 420 h Philet. bei Ath. XI, 498 a; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίκιον — κυλίκιον, τὸ (Α) μικρή κύλιξ, ποτηράκι, κυπελλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + υποκορ. κατάλ. ιoν] … Dictionary of Greek
κυλίκιον — small cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλικίου — κυλίκιον small cup neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλικίων — κυλίκιον small cup neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίκια — κυλίκιον small cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VASARIUM — in Gloss. Graeco Latinis Σκευοθήκη, in aliis Κυλίκιον, locus ubi vasa, pocula inprimis, reponebantur, Hispanis hodieque Vasar. Alias vocis notiones habes apud Hadr. Turnebum, in Adversar. l. 10. c. 18. l. 21. c. 15. et Iac. Gothofredum, ad l. 12 … Hofmann J. Lexicon universale
κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… … Dictionary of Greek
πεντώβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών 3. φρ. «κυλίκιον τοῡ πεντωβόλου» κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ώβολος (<… … Dictionary of Greek
σκαλλίον — τὸ, Α (με υποκορ. σημ.) μικρό ποτήρι ή κύπελλο («κυλίκιον μικρὸν ᾧ σπένδουσι Αἰολεῑς ὡς Φιλητᾱς φησὶν ἐν Ἀτάκτοις», Φιλήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skalle «κρανίο» παραμένει ανεπιβεβαίωτη] … Dictionary of Greek