κυλλή

κυλλή

κυλλή, , = κύλη, κύλιξ, Pokal, Mimnerm. 9, 6. S. κυλλός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυλλῇ — κυλλός club footed and bandy legged fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλή — κυλλός club footed and bandy legged fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕРМЕС —    • Έρμη̃ς,          Έρμείας, Mercurius, сын Зевса и Маии, дочери Атланта (Hesiod. theog. 938), рожденный на аркадской горе Киллене (поэтому Κυλλη̉νιος). Тотчас после рождения он оставляет пелены и пещеру матери и крадет 50 коров из стада богов …   Реальный словарь классических древностей

  • κυλλός — κυλλός, ή, όν (AM) αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι αρχ. 1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα 2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”