- κυλλότης
κυλλότης, ητος, ἡ, das Lahmsein, Eust. 1147, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλλότης, ητος, ἡ, das Lahmsein, Eust. 1147, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλλότης — κυλλότης, ἡ (AM) [κυλλός] 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η χωλότητα 2. ακρωτηριασμός ή παραμόρφωση 3. γεν. κακή, άθλια κατάσταση … Dictionary of Greek