- κυλινδρο-ειδής
κυλινδρο-ειδής, ές, cylinderförmig, Plut. plac. phil. 2, 27 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλινδρο-ειδής, ές, cylinderförmig, Plut. plac. phil. 2, 27 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιβανοειδής — και κριβανοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα κλιβάνου, αυτός που μοιάζει με κλίβανο («πωμάσας τὸν λύχνον... ἀγγείῳ κεραμέῳ κλιβανοειδεῑ», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. κυλινδρο ειδής, σταυρο ειδής] … Dictionary of Greek
κυλινδροειδής — ές (Α κυλινδροειδής, ές) αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές… … Dictionary of Greek