- κυλικο-φόρος
κυλικο-φόρος, Becher tragend, τρίποδες, Heliod. 7, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλικο-φόρος, Becher tragend, τρίποδες, Heliod. 7, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουκιοφόρος — κουκιοφόρος, ον (Α) φρ. «κουκιοφόρον δένδρον» το δέντρο κούκι, ο κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦκι + συνδ. φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κεραιο φόρος, κυλικο φόρος] … Dictionary of Greek