- κυδώνιος
κυδώνιος, schwellend, üppig, voll wie ein kydonischer Apfel, τιτϑία Ar. Ach. 1199. Vgl. κυδωνιάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυδώνιος, schwellend, üppig, voll wie ein kydonischer Apfel, τιτϑία Ar. Ach. 1199. Vgl. κυδωνιάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κυδώνιος — Κυδώνιος, ία, ον (Α) [Κυδωνιά] αυτός που ανήκει στην Κυδωνία … Dictionary of Greek
κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… … Dictionary of Greek
Κυδώνιος — quinces masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδώνιος — quinces masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυδωνίων — Κυδώνιος quinces fem gen pl Κυδώνιος quinces masc/neut gen pl Κυδωνιάω swell like a quince imperf ind act 3rd pl Κυδωνιάω swell like a quince imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδωνίων — κυδώνιος quinces fem gen pl κυδώνιος quinces masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυδώνιον — Κυδώνιος quinces masc acc sg Κυδώνιος quinces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδώνιον — κυδώνιος quinces masc acc sg κυδώνιος quinces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυδωνίην — Κυδώνιος quinces fem acc sg (epic ionic) Κυδωνία quince tree fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδωνίην — κυδώνιος quinces fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυδωνίοις — Κυδώνιος quinces masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)