γυμνήτης — γυμνήτης, ο (θηλ. γυμνῆτις, ιδος, η) (Α) 1. στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος 2. γυμνός, γυμνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του γυμνής με το επίθημα της] … Dictionary of Greek
γυμνήτης — naked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνήτης ή γυμνίτης — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα ο στρατιώτης με ελαφρύ οπλισμό, δηλαδή με ακόντιο, τόξα και σφενδόνες χωρίς ασπίδες ή άλλα βαρύτερα όπλα. Οι γ. ονομάζονταν και ψιλοί, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πως ήταν εθελοντές … Dictionary of Greek
γυμνητῶν — γυμνήτης naked masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνήτην — γυμνήτης naked masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνῆτα — γυμνής light armed foot soldier masc acc sg γυμνήτης naked masc voc sg γυμνήτης naked masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνήτας — γυμνήτᾱς , γυμνήτης naked masc acc pl γυμνήτᾱς , γυμνήτης naked masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνήτις — η βλ. γυμνήτης … Dictionary of Greek
γυμνῆται — γυμνάζω train naked fut ind mid 3rd sg (doric) γυμνήτης naked masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)