γυμνήτης

γυμνήτης

γυμνήτης, , 1) nackt, wie γυμνής, βίος Antip. Sid. 80 (VII, 65); ὀρχησταί Luc. Bacch. 3. – 2) leichtbewaffneter Soldat, oft mit γυμνῆτες in mss. verwechselt, Xen. An. 4, 1, 6 Cyr. 7, 5, 5 Plat. Critia. 119 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γυμνήτης — γυμνήτης, ο (θηλ. γυμνῆτις, ιδος, η) (Α) 1. στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος 2. γυμνός, γυμνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του γυμνής με το επίθημα της] …   Dictionary of Greek

  • γυμνήτης — naked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνήτης ή γυμνίτης — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα ο στρατιώτης με ελαφρύ οπλισμό, δηλαδή με ακόντιο, τόξα και σφενδόνες χωρίς ασπίδες ή άλλα βαρύτερα όπλα. Οι γ. ονομάζονταν και ψιλοί, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πως ήταν εθελοντές …   Dictionary of Greek

  • γυμνητῶν — γυμνήτης naked masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνήτην — γυμνήτης naked masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνῆτα — γυμνής light armed foot soldier masc acc sg γυμνήτης naked masc voc sg γυμνήτης naked masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνήτας — γυμνήτᾱς , γυμνήτης naked masc acc pl γυμνήτᾱς , γυμνήτης naked masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνήτις — η βλ. γυμνήτης …   Dictionary of Greek

  • γυμνῆται — γυμνάζω train naked fut ind mid 3rd sg (doric) γυμνήτης naked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”