- κυαν-ώπης
κυαν-ώπης, ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυαν-ώπης, ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek