κυμίνινος

κυμίνινος

κυμίνινος, von Kümmel, Alex. Trall.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυμίνινος — κυμίνινος, ίνη, ον (Μ) [κύμινο] αυτός που παρασκευαζόταν από κύμινο …   Dictionary of Greek

  • κυμινίνῳ — κυμίνινος of cummin masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμινο — (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20 40 εκ., με βαθιά σχισμένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”