κυν-άγχη

κυν-άγχη

κυν-άγχη, , Hundebräune, eine Entzündung der Athmungsorgane, wobei der Kranke die Zunge herausstreckt, vgl. συνάγχη. – Bei Rhian. 8 (VI, 34) ἐπαυχένιος κυν., Hundehalsband, wie Leon. Tar. 34 (VI, 35) ἀγωγαῖος κυν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυκάγχη — λυκάγχη, ἡ (Α) είδος συναχιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] …   Dictionary of Greek

  • συνάγχη — η, ΝΜΑ είδος καταρροϊκής φλεγμονής τής μύτης ή τού φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] …   Dictionary of Greek

  • υάγχη — η / ὑάγχη, ΝΑ νόσος τού λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή τού βλεννογόνου τού οπίσθιου τμήματος τού στόματος και τού λάρυγγα αρχ. (γενικά) οξύς πόνος τού λαιμού, κυνάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν άγχη,… …   Dictionary of Greek

  • χοιράγχη — ἡ, ΜΑ, δωρ. τ. χοιράγχα Α η ὑάγχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + άγχη (< ἄγχω «πιέζω, σφίγγω»), πρβλ. κυν άγχη, ὑ άγχη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”