κυνο-κέφαλος

κυνο-κέφαλος

κυνο-κέφαλος, hundsköpfig; ἄνϑρωπος Luc. Hermotim. 44, s. nom. pr. – Eine Affenart, Plat. Theaet. 161 c; Arist. H. A. 2, 8; D. Sic. 1, 33; Ael. H. A. 4, 41 u. öfter. – Bei Ar. Equ. 414 übertr., unverschämt. In dieser Stelle ist α lang gebraucht, worauf sich die Bemerkung des Phryn. in B. A. 49 bezieht, κ υνοκέφαλλος, διὰ τῶν δυοῖν λ οἱ Ἀττικοί; vgl. Phot. lezic.; Fritzsche vermuthet κυνοκνέφαλλος, Hundsfellgerber, schwerlich richtig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλιοκέφαλος — ἡλιοκέφαλος, ον (Μ) αυτός τού οποίου το κεφάλι λάμπει από τις ακτίνες τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κεφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • ιερακοκέφαλος — ὁ (επίθ. τού αιγυπτ. θεού Ώρου) αυτός που έχει κεφάλι γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κέφαλος < κεφαλή (πρβλ. εκατογ κέφαλος, κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοκέφαλος — η, ο (Α λεοντοκέφαλος, ον) αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • λιθοκέφαλος — λιθοκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλι («λιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • μαδαροκέφαλος — η, ο (Μ μαδαροκέφαλος, η, ον) αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • ονοκέφαλος — η, ο (Α ὀνοκέφαλος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”