ηλιοκέφαλος — ἡλιοκέφαλος, ον (Μ) αυτός τού οποίου το κεφάλι λάμπει από τις ακτίνες τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κεφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ιερακοκέφαλος — ὁ (επίθ. τού αιγυπτ. θεού Ώρου) αυτός που έχει κεφάλι γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κέφαλος < κεφαλή (πρβλ. εκατογ κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
λεοντοκέφαλος — η, ο (Α λεοντοκέφαλος, ον) αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
λιθοκέφαλος — λιθοκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλι («λιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
μαδαροκέφαλος — η, ο (Μ μαδαροκέφαλος, η, ον) αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ονοκέφαλος — η, ο (Α ὀνοκέφαλος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek