- κυν-ηγέτις
κυν-ηγέτις, ιδος, ἡ, fem. zu κυνηγέτης; Ἄρτεμις, Poll. 5, 13; αἰγανέα, der Jagdspieß, Antp. Sid. 18 (VI, 115), in dor. Form κυνᾶγέτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυν-ηγέτις, ιδος, ἡ, fem. zu κυνηγέτης; Ἄρτεμις, Poll. 5, 13; αἰγανέα, der Jagdspieß, Antp. Sid. 18 (VI, 115), in dor. Form κυνᾶγέτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυλακαγέτις — ιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Εκάτης) αυτή που οδηγούσε τα σκυλιά στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + αγέτις (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. κυν ηγέτις] … Dictionary of Greek