- κυνο-κλόπος
κυνο-κλόπος, Hunde stehlend, Hundedieb; Herakles heißt so Ar. Ran. 604, weil er den Cerberos aus der Unterwelt herausholte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνο-κλόπος, Hunde stehlend, Hundedieb; Herakles heißt so Ar. Ran. 604, weil er den Cerberos aus der Unterwelt herausholte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενοκλόπος — ον, Α αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο κλόπος, κυνο κλόπος] … Dictionary of Greek
λεκτροκλόπος — λεκτροκλόπος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος, φρενο κλόπος] … Dictionary of Greek
τυροκλόπος — ον, Μ (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού στην Γαλεομαχία τού Προδρ.) αυτός που κλέβει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος] … Dictionary of Greek
μηλοκλόπος — ο (Μ μηλοκλόπος, ον) αυτός που κλέβει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος] … Dictionary of Greek
πολυκλόπος — ον, Α αυτός που διαπράττει πολλές κλοπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλοπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος] … Dictionary of Greek