κυν-ηγός

κυν-ηγός

κυν-ηγός, Hunde führend, jagend; gew. subst., der Jäger; bei den Tragg. in dor. Form κυνᾱγός; τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Soph. El. 553; Aesch. Ag. 678; Eur. Suppl. 888 u. öfter; vgl. Phryn. 428; – Arist. H. A. 7, 28; Plut. Luc. 8 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιβατηγός — ό (AM ἐπιβατηγός, όν) αυτός που μεταφέρει επιβάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατηγό μεταφορικό μέσο για διακίνηση επιβατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατ ός (< βαίνω) + ηγός (< άγω, πρβλ. κυν ηγός, φορτ ηγός)] …   Dictionary of Greek

  • ημιονηγός — ο (Α ἡμιονηγός) νεοελλ. στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης αρχ. αυτός που οδηγεί ημίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • ιματηγός — ἱματηγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ηγός (< ἄγω, με λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχ ηγός, κυν ηγός] …   Dictionary of Greek

  • νεκρηγός — νεκρηγός, όν (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ ηγός, κυν ηγός. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • οσπρηγοί — ὀσπρηγοί, οἱ (Α) άτομα που μεταφέρουν όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀσπρε ηγός < ὄσπριον / ὄσπρεον + ηγός (< ἄγω), πρβλ. κυν ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ποδηγός — και δωρ. τ. ποδαγός, όν, ΜΑ 1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που τού δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ. β. «ποδηγῷ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”