- κυν-οφθαλμίζομαι
κυν-οφθαλμίζομαι, mit Hundeaugen, unverschämt ansehen, B. A. p. 48, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυν-οφθαλμίζομαι, mit Hundeaugen, unverschämt ansehen, B. A. p. 48, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνοφθαλμίζομαι — (Α) κοιτάζω με ιταμότητα και αναίδεια σαν σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὀφθαλμίζομαι (< ὀφθαλμός)] … Dictionary of Greek