- κυνητίνδα
κυνητίνδα παιδιά, das Kußspiel, Poll. 9, 110. 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνητίνδα παιδιά, das Kußspiel, Poll. 9, 110. 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνητίνδα — κυνητίνδᾱ , κυνητίνδα game of kissing fem nom/voc/acc dual κυνητίνδᾱ , κυνητίνδα game of kissing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνητίνδα — (Α) επίρρ. ονομασία ερωτικού παιχνιδιού κατά το οποίο καθένας από τους παίκτες προσπαθούσε να φιλήσει τον αντίπαλό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνώ «φιλώ» + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ακινητ ίνδα, κρυπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
κυνητίνδ' — κυνητίνδᾱͅ , κυνητίνδα game of kissing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)