κυβησίνδα, ein eigenthümliches Spiel, VLL.; vgl. Poll. 9, 122 u. Eust. zu Il. 5, 306.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβησίνδα — (Α) φρ. «κυβησίνδα παίζειν» το να παίζει κάποιος την εγκοτύλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Βλ. και λ. κύβη] … Dictionary of Greek
κύβη — κύβη, ἡ (Α) η κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. κύβηβος*, κυβηβῶ*, κυβητίζω, κυβήσινδα] … Dictionary of Greek